τσαμπατζής

τσαμπατζής
ο, Ν
βλ. τζαμπατζής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσαμπατζής — ο βλ. τζαμπατζής, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζαμπατζής — και τσαμπατζής, ο, θηλ. τζαμπατζίδισσα και τζαμπατζού Ν 1. αυτός που συστηματικά επιδιώκει να αποκτήσει κάτι χωρίς πληρωμή και τό κατορθώνει, χαραμοφάης, αμακαδόρος, παρακεντές 2. (ειδικά) αυτός που παρακολουθεί θεατρική ή άλλη παράσταση χωρίς να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”